κοπηρός

κοπηρός
κοπηρός, -ά, -όν (ΑM) [κόπος]
κοπιώδης, κοπιαστικός, οχληρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοπηρός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπηρά — κοπηρός neut nom/voc/acc pl κοπηρά̱ , κοπηρός fem nom/voc/acc dual κοπηρά̱ , κοπηρός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπηρῶν — κοπηρός fem gen pl κοπηρός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπηρόν — κοπηρός masc acc sg κοπηρός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπηροί — κοπηρός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπηρῶς — κοπηρός adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • κοπηράν — κοπηρά̱ν , κοπηρός fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”